φορολογίαν

φορολογίαν
φορολογίᾱν , φορολογία
levying of tribute
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”